TAKING - translation to αραβικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

TAKING - translation to αραβικά


TAKING         

ألاسم

دَخْل ; رَيْع ; قَبْضُ (المال إلخ)

الفعل

اِسْتَغْرَقَ ; اِقْتَنَى ; اِمْتَلَكَ ; تَمَلَّكَ ; مَلَكَ

الصفة

أَخَّاذ ; جَاذِب ; جَذَّاب ; خَلَّاب ; رائِع ; سابٍ ; ساحِر

taking         
N
مصtake pl : دخل، ايراد الصيد
ADJ
اسر، ساحر، جذاب معد
taking         
صِفَة : فاتن . مُعدٍ
----------------------------------------
اسْم : أخْذ . مقدار المصِيْد من

Ορισμός

taking
I. a.
1.
Pleasing, alluring, captivating, attractive.
2.
Infectious, catching.
II. n.
1.
Seizing, seizure, apprehension.
2.
Agitation, excitement, distress.
3.
Vexation, anger, pique.

Βικιπαίδεια

Taking
Taking or takings may refer to:
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για TAKING
1. And that‘s why we‘re taking the action we‘re taking.
2. "She was taking her time and taking very small steps.
3. "They are taking plastic sheeting, they are taking hoses, they are taking anything they can get their hands on," said Hamza Judeh, a policeman.
4. She did so after taking taking secret instructions from the Dean of Windsor.
5. Candidates taking the new qualification would revert to taking final exams after two years‘ study.